- προσπορίζομαι
- προσπορίζομαι, προσπορίστηκα βλ. πίν. 34——————Σημειώσεις:προσπορίζομαι : η ενεργ. φωνή απαντάται σπάνια (προσπορίζω, βλ. πίν. 33
).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προμηθεύω — ΝΜΑ [προμηθής] νεοελλ. παρέχω, χορηγώ, εφοδιάζω 2. (το μέσ.) προμηθεύομαι προσπορίζομαι, εφοδιάζομαι με τα αναγκαία («κάθε Σάββατο προμηθεύομαι τρόφιμα για όλη την εβδομάδα») μσν. αρχ. (μόνο το μέσ.) φροντίζω εκ τών προτέρων, προνοώ για κάτι … Dictionary of Greek
προσπορίζω — ΝΑ 1. παρέχω, προμηθεύω σε κάποιον κάτι επί πλέον 2. μέσ. προσπορίζομαι προμηθεύομαι, λαμβάνω κάτι επιπροσθέτως αρχ. 1. μαθημ. προσθέτω 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ.) προσπορισθέν (κατά τον Ησύχ.) «ἐπινοηθέν». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πορίζω «φέρω,… … Dictionary of Greek